- πληροφορηθῶ
- πληροφορέωbring full measureaor subj pass 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
ανερωτώ — ἀνερωτῶ ( άω) (AM) μσν. 1. ερευνώ επίμονα 2. ζητώ να πληροφορηθώ αρχ. ερωτώ, εξετάζω, ερευνώ … Dictionary of Greek
εξανερωτώ — ἐξανερωτῶ, άω (Μ) ρωτώ εξαντλητικά, ζητώ επίμονα να πληροφορηθώ … Dictionary of Greek
επιδίζημαι — ἐπιδίζημαι (Α) 1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τόν τε Κῡρον», Ηρόδ.) 2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»] … Dictionary of Greek
πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… … Dictionary of Greek
(ε)ξετάζω — εξέτασα, εξετάστηκα, εξετασμένος, μτβ. 1. βλέπω κάτι με προσοχή, ερευνώ προσεκτικά για ανακάλυψη της αλήθειας, ελέγχω κάτι για να το γνωρίσω ή να το καταλάβω καλά: Εξετάζω το καινούριο μηχάνημα. 2. (για δασκάλους), προσπαθώ με γραπτή ή προφορική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)